βολή — throw fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
βολή — I 1. το ρίξιμο: Έριξε δύο άκυρες βολές στην τοξοβολία. 2. πυροβολισμός, κανονιά, τουφεκιά: Χρησιμοποιούσε ωτοασπίδες για να μην κουφαθεί από τις βολές στο πεδίο ασκήσεων. II άνεση, ευκολία, ευχέρεια: Αυτό το σπίτι είναι χωρίς βολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολῆι — βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg βολῇ , ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg βολῇ , βολέω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖν — βολή throw fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖς — βολή throw fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖσι — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαῖσιν — βολή throw fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαί — βολή throw fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολᾶς — βολή throw fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)